- δίπατος
- -η, -οδιώροφος, που αποτελείται από δύο πατώματα: Μένουν σε δίπατη οικοδομή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίπατος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες 2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος … Dictionary of Greek
τρίπατος — η, ο / τρίπατος, ον, ΝΜ τριώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πάτος (πρβλ. δίπατος)] … Dictionary of Greek
διώροφος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο ορόφους, δίπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)